Κατά τη διάρκεια του lockdown για την πανδημία του COVID-19, όσοι παλεύουν με την αϋπνία μπορεί να ένιωσαν αυτά τα ζητήματα να επιδεινώνονται. Ο όρος «κορωνοαϋπνία» επινοήθηκε ακόμη και για να ορίσει όσους αντιμετώπισαν προβλήματα ύπνου που σχετίζονται άμεσα με την πανδημία.
Ενώ πολλά από τα μέτρα περιορισμού έχουν αρθεί, η χρήση μάσκας, τα σχολικά προγράμματα υβριδικής μάθησης και οι ρουτίνες εργασίας από το σπίτι συνεχίζουν να εξελίσσονται. Μια νέα μελέτη από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης ρίχνει φως στον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και την ευημερία μετά την επαναλειτουργία μετριάστηκαν από τις ρυθμίσεις εργασίας των συμμετεχόντων μετά το lockdown.
Παρατηρώντας περίπου 200 φοιτητές και υπαλλήλους στη Σιγκαπούρη από τον Απρίλιο του 2020, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να φορούν συσκευή παρακολούθησης ύπνου και σωματικής δραστηριότητας ανά πάσα στιγμή. Συμπλήρωσαν επίσης ένα ερωτηματολόγιο και παιχνίδια γνωστικής αξιολόγησης δύο φορές την ημέρα, καθώς και μεγαλύτερες διαδικτυακές έρευνες κάθε τέσσερις εβδομάδες. Οι ερευνητές παρακολούθησαν επίσης τον χρόνο που περνούσαν μπροστά σε οθόνη, ιδιαίτερα τον χρόνο που αφιερώθηκε σε μια συσκευή κοντά στην ώρα του ύπνου.
Όταν έληξε το lockdown, η πλειονότητα των συμμετεχόντων ανέφερε διαφορετικούς συνδυασμούς δια ζώσης εργασίας και εργασίας από το σπίτι, ενώ το ένα τρίτο του δείγματος συνέχισε να εργάζεται πλήρως από το σπίτι. Οι διαφορετικές συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος μπορεί να σχετίζονται με τη σταδιακή στρατηγική επαναλειτουργίας που εφάρμοσε η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης.
Ο χρόνος ύπνου και η καθημερινή δραστηριότητα επέστρεψαν σε πιο φυσιολογικές τιμές για τα άτομα που επέστρεφαν στην εργασία τους πιο συχνά, ενώ εκείνοι που συνέχισαν να εργάζονται από το σπίτι παρουσίασαν μικρή αλλαγή στη δραστηριότητα και στον χρόνο ύπνου. Όσοι δούλευαν με τηλεργασία ανέφεραν επίσης προβλήματα ύπνου, ακόμη και μετά την άρση του lockdown.
Ενώ τα προγράμματα ύπνου πολλών ανθρώπων μετατοπίστηκαν σε μεταγενέστερες ώρες ύπνου και αφύπνισης, τα προγράμματα των συμμετεχόντων άλλαξαν ξανά κατά την προσαρμογή σε νέα περιβάλλοντα εργασίας. «Αυτές οι επιπτώσεις φαίνεται να αντικατοπτρίζουν ένα αντίστροφο μοτίβο αλλαγών στον τρόπο ζωής που παρατηρήθηκε κατά την έναρξη των περιορισμών», λέει η μελέτη.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια της τηλεργασίας είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του ελεύθερου χρόνου και των ωρών εργασίας, δημιουργώντας υψηλότερο κίνδυνο για μετατόπιση του ύπνου πιο αργά ή τη χρήση τηλεφώνου αργά τη νύχτα. Τα άτομα με χαμηλή χρήση τηλεφώνου πριν τον ύπνο ανέφεραν περισσότερη σωματική δραστηριότητα, τόσο κατά τη διάρκεια του lockdown όσο και μετά το lockdown.
Η πανδημία του COVID-19 προκάλεσε μια ακόμη πιο γρήγορη μετάβαση στην εξ αποστάσεως εργασία, με το 35% του πληθυσμού να δουλεύει εξ αποστάσεως. Τα καθυστερημένα προγράμματα ύπνου, γενικά, μπορεί να συσχετιστούν με αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία και μπορεί να αντικατοπτρίζουν κακή ευθυγράμμιση με τους φυσικούς ρυθμούς νύχτας-ημέρας.
Η πανδημία έκανε το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό να προσαρμοστεί σε έναν συνδυασμό προσωπικών, απομακρυσμένων και υβριδικών περιβαλλόντων εργασίας. Βλέποντας ορισμένα θετικά αποτελέσματα αυτής της ομαλοποίησης της υβριδικής εργασίας, ορισμένες επιχειρήσεις ενδέχεται να υιοθετήσουν υβριδικές πολιτικές εργασίας και στο μέλλον. Γι’ αυτό οι ερευνητές σημειώνουν πόσο σημαντικό είναι να παρακολουθείται η μακροπρόθεσμη εξέλιξη αυτών των συμπεριφορών και να εκπονούνται συστάσεις και προγράμματα για την αντιμετώπιση των αρνητικών αποτελεσμάτων που έχει η τηλεργασία στους ρυθμούς του ύπνου και της σωματικής δραστηριότητας.
Για όσους μένουν σπίτι το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, είναι σημαντικό να θέσετε όρια ανάμεσα στην εργασία και την προσωπική ζωή στο σπίτι. Μια πρωινή βόλτα για διάλειμμα μπορεί να ενθαρρύνει έναν πιο δραστήριο τρόπο ζωής.
Το άρθρο έχει επιμεληθεί στην πρωτότυπη έκδοσή του η Σάρα Σόεν, reporter σε θέματα ύπνου – συνεργάτης του editorial staff του Sleep Foundation.